- μαλέων
- μάληarm-pitfem gen pl (epic ionic)μαλέωpres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)μᾱλέων , μαλόςwhitemasc/fem gen pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μαλεῶν — Μαλέη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαλέων — Μάλεος masc gen pl Μάλης masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θωμάς — I Ένας από τους δώδεκα Απόστολους. Ονομαζόταν και Δίδυμος. Καταγόταν πιθανότατα από τη Γαλιλαία, όπως και όλοι οι μαθητές του Ιησού. Στους αποστολικούς καταλόγους των Ευαγγελίων, ο Θ. αποτελεί ζεύγος με τον Ματθαίο, ενώ στις Πράξεις των Αποστόλων … Dictionary of Greek